πλάνιασμα
Смотреть что такое "πλάνιασμα" в других словарях:
πλάνισμα — και πλάνιασμα, το, Ν [πλανίζω] τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη … Dictionary of Greek
πλάνισμα — και πλάνιασμα, το, Ν [πλανίζω] τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη … Dictionary of Greek