πλάνιασμα

πλάνιασμα
το см. πλάνισμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλάνιασμα" в других словарях:

  • πλάνισμα — και πλάνιασμα, το, Ν [πλανίζω] τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»